Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ
1. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική
Τα μέτρα προστατευτισμού που εξαγγέλλονται καθώς και άλλα μέσα οικονομικού πολέμου –νομισματικών ισοτιμιών, απαγόρευση εξαγορών από αλλοδαπές επιχειρήσεις, οικονομικές κυρώσεις σε επιχειρήσεις ανταγωνιστριών χωρών κλπ– που είναι σε εξέλιξη, δεν συνάδουν με τις κρατούσες νεοφιλελεύθερες απόψεις για την οικονομία, την ελευθερία του εμπορίου, τον κρατικό παρεμβατισμό. Αυτές οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα, και κατά πάσα πιθανότητα θα κλιμακωθούν και θα ενταθούν το επόμενο διάστημα, δημιουργούν την εντύπωση εγκατάλειψης ή ακόμα και ήττας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
 Αν παρατηρήσει κανείς τις σημαντικότερες οικονομίες του "ανεπτυγμένου" κόσμου –ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία–­­ θα δει ότι στο εσωτερικό τους οι νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις όχι μόνο δεν έχουν ανασταλεί, αλλά εντείνονται και θα ενταθούν ακόμα περισσότερο. Ίδια κατάσταση επικρατεί και στις αλματωδώς "αναπτυσσόμενες" νέες μεγάλες δυνάμεις της Ασίας. Συνεπώς, στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του κόσμου οι οικονομίες κινούνται σταθερά στην ίδια κατεύθυνση.
Η αιτία για τον κλιμακούμενο οικονομικό πόλεμο δεν είναι η αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ή η επιδίωξη αμιγώς οικονομικών πλεονεκτημάτων. Ο προστατευτισμός και τα λοιπά μέτρα οικονομικού πολέμου εντάσσονται σε έναν συνδυαστικό πόλεμο που φθάνει μέχρι και "θερμά" στρατιωτικά επεισόδια με επίδικο μια νέα πολιτικοστρατιωτική ισορροπία. Όταν τίθεται σε τέτοια ένταση και κλίμακα το ζήτημα της πολιτικοστρατιωτικής ηγεμονίας τότε αποκτά μεγαλύτερη σχετική αυτονομία από την οικονομία.[1] Παρόλα αυτά, μόνο προσωρινά και κυρίως στο επίπεδο του διεθνούς εμπορίου διαταράσσονται οι οικονομικές ισορροπίες. Την δεκαετία 1930, μια εποχή με πολλές αναλογίες με τη σημερινή, ο εμπορικός πόλεμος πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις. Όμως η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική στο εσωτερικό όλων των εμπόλεμων κρατών, της ναζιστικής Γερμανίας περιλαμβανομένης, συνέχισε να ακολουθεί τα κρατούντα δόγματα της εποχής.
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική είναι η πολιτική που είναι αναγκαία στο σύγχρονο μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης και έχει σαν κύρια χαρακτηριστικά, την επέκταση της αυτοματοποιημένης και ευέλικτης παραγωγής, την ευέλικτη και πολυδιασπασμένη εργασία. Είναι οι ανάγκες του σύγχρονου καπιταλισμού που κάνουν απαραίτητη τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και όχι το αντίστροφο. Αμφισβήτηση αυτής της πολιτικής σημαίνει αμφισβήτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή η πολιτική δεν έχει ηττηθεί, για την ήττα της απαιτούνται τεράστια συγκέντρωση εργατικών λαϊκών δυνάμεων και επικών διαστάσεων συγκρούσεις.  Αλλά αυτό είναι το ζητούμενο.
Η αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου που ξεκίνησε το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα , σε συνδυασμό με την κρίση του 2008, έχει επιδεινώσει καθοριστικά τη ζωή του σημαντικότερου μέρους του πληθυσμού –κυρίως των δυτικών κοινωνιών. Αυτός είναι ο λόγος που η νεοφιλελεύθερη πολιτική έχει χάσει την αρχική της ελκτική δύναμη στις κοινωνίες του "ανεπτυγμένου" κόσμου. Η δυσφορία των λαϊκών τάξεων δημιουργεί ένα έλλειμμα συναίνεσης το οποίο αντισταθμίζεται με ανάλογα μέτρα κρατικού αυταρχισμού. Ωστόσο θεμελιώδη στοιχεία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όπως η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, παραμένουν ακόμα ισχυρά. Επιπλέον αυτή η πολιτική συνεχίζει να διατηρεί σχετικά αμείωτη την αίγλη της στην Ασία, στις χώρες όπου είναι συγκεντρωμένο το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Η αλματώδης ανάπτυξη που γνώρισαν τα τελευταία χρόνια αυτές οι χώρες συνδέθηκε εξ αρχής με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.
2. Δεν χρειάζονται ενέσεις τεχνητής αισιοδοξίας
Στην Ελλάδα, με αφορμή την κρίση και παρά τη λαϊκή αντίσταση, η εγχώρια αστική τάξη με την  αποφασιστική συμβολή των διεθνών κέντρων επιχείρησε και επέβαλε συνολική κοινωνική αναδιάρθρωση. Σήμερα, σε λιγότερο από μια δεκαετία από την έναρξη των "μεταρρυθμίσεων", έχει εγκαθιδρυθεί σε γενικές γραμμές το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον στο οποίο θα ζουν η σημερινή και οι μελλοντικές γενιές. Η νέα κατάσταση μπορεί να συνοψιστεί στη μεγάλη υποτίμηση της αξίας της εργασιακής δύναμης. Το ιστορικό και κοινωνικό στοιχείο, που συνκαθόριζε την αξία της εργασιακής δύναμης την προηγούμενη περίοδο, έχει πλέον διαμορφωθεί και παγιοποιείται σε σημαντικά κατώτερο επίπεδο. Σε γενικές γραμμές το ύψος των εξόδων συντήρησης του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού, των κακοπληρωμένων μισοάνεργων , των μερικά απασχολούμενων –που δεν διαθέτουν ούτε 1 ευρώ από εργασία ή άλλη πηγή εισοδήματος– ορίζεται γύρω στα 300 ευρώ. Εξ αυτών 200 ευρώ ως Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης) και περίπου 100 ευρώ ως διάφορα επιδόματα –κοινωνικό ρεύμα, κοινωνικό παντοπωλείο, περίθαλψη κλπ. Και όμως παρά τη δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου παρά τη δυσφορία οι άνθρωποι, ιδιαίτερα όσοι από αυτούς ανήκουν στις νεότερες γενιές, προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες.
Οι παρακάτω γραμμές, αν και έχουν διατυπωθεί πριν ενάμιση αιώνα, μοιάζουν σα να περιγράφουν το μέλλον της εργατικής τάξης στον σύγχρονο καπιταλισμό:
«Αυτό το ιστορικό ή κοινωνικό στοιχείο που μπαίνει στην αξία της εργασίας, μπορεί να δυναμώσει ή ν’ αδυνατίσει ή και να σβήσει ολότελα, έτσι που να μη μείνει τίποτε άλλο εκτός από το φυσικό όριο. Τον καιρό του αντιιακωβίνικου πολέμου …οι έντιμοι Άγγλοι ενοικιαστές γης, … κατέβασαν τους μισθούς των εργατών γης χαμηλότερα ακόμα κι από κείνο το καθαρά φυσικό ελάχιστο όριο, αλλά συμπλήρωσαν το υπόλοιπο που ήταν απαραίτητο για τη φυσική διαιώνιση του γένους με το νόμο για τους φτωχούς.»  [Καρλ Μαρξ, Μισθός, τιμή και κέρδος, σ. 70-71, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2003]
3. Για τον τρόπο διατύπωσης θέσεων σε ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο συζήτησης ή πρέπει να μελετηθούν περισσότερο
Κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης και σύνταξης προγραμματικών κειμένων ερχόμαστε αντιμέτωποι με θεμελιώδη θεωρητικά και ιστορικά ζητήματα που πολλά από αυτά παραμένουν άλυτα ή συσκοτισμένα. Αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα σκοπιμοτήτων και της θεωρητικής στειρότητας στην οποία έχει περιπέσει εδώ και πολλές δεκαετίες το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα. Είναι φυσικό απέναντι σε τέτοιου τύπου ζητήματα να υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις ακόμα και μεταξύ των λίγων αριθμητικά που σήμερα ξεκινάνε την προσπάθεια μιας κομμουνιστικής επανεκκίνησης. Είναι επίσης φυσικό ότι, κατά μείζονα λόγο, διαφορετικές γνώμες θα προστίθενται και με την διεύρυνση του κύκλου των ανθρώπων που επιδιώκουμε να ενταχθούν σε αυτή την προσπάθεια. Είμαστε εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι από τη μια να αναφερόμαστε σε όλα όσα συνθέτουν την σύγχρονη κομμουνιστική στρατηγική και τακτική και από την άλλη να μη δίνουμε ρητές και οριστικές απαντήσεις σε ζητήματα που παραμένουν ανοικτά και τα οποία μόνο με σοβαρή συλλογική μελέτη μπορούμε να τα προσεγγίσουμε. Πάνω σε αυτό απαιτείται τέχνη[2] και ικανότητα. Και επειδή δεν είμαστε προικισμένοι με αυτές τις ιδιότητες, το αντίθετο μάλλον, χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια να τις αναπτύξουμε.
4. Οι κρίσεις και η αποτίμηση του εργατικού κινήματος στην καμπή του 20ου αιώνα.
Σχετικά με τα παραπάνω, δύο από τα πιο κρίσιμα ζητήματα για τα οποία απαιτείται συστηματική μελέτη είναι οι ιστορικές κρίσεις του καπιταλισμού και η αποτίμηση του εργατικού κινήματος από τα τέλη του 19ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Η παρουσίασή τους πολύ συνοπτικά είναι:
4.1 Οι κρίσεις
Στην ιστορία του ανεπτυγμένου καπιταλισμού έχουν εμφανιστεί δύο γενικές κρίσεις, η πρώτη το 1873-1895 και η τελευταία το 1973-1985. Οι κρίσεις του 1929 και 2008 αποτελούν συνέχεια των δύο γενικών κρίσεων, ακολουθούν τις γενικές κρίσεις, είναι ενταγμένες στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο με αυτές και έχουν τα ίδια αίτια.
Η κρίση του 1873 αποτέλεσε την έκφραση της εξάντλησης των ορίων του τρόπου παραγωγής που εγκαθιδρύθηκε με τη Βιομηχανική Επανάσταση, δηλαδή έκφραση της σημαντικής επιβράδυνσης στην άντληση σχετικής υπεραξίας και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.[3] Η γενική κρίση του 1873 ήταν έκφραση της ανάγκης του καπιταλισμού για ριζική αναδιαμόρφωση του τρόπου παραγωγής, των παραγωγικών σχέσεων και συνακόλουθα του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. Οι γενικές κρίσεις εισάγουν, δυνάμει, σε μια επαναστατική περίοδο.
Στον οικονομικό τομέα, και ειδικά στον τρόπο παραγωγής[4], για το ξεπέρασμα της γενικής κρίσης επιβάλλεται η αντικατάσταση της πλειονότητας των παραγωγικών εγκαταστάσεων ακόμα και "καινούργιων παλαιάς τεχνολογίας". Αυτή η διαδικασία δεν είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί σε μια ημέρα ούτε καν σε μια δεκαετία. Συνήθως οι λιγότεροι και πιο διορατικοί από τους επιχειρηματίες - βιομήχανους εγκαταλείπουν έγκαιρα την παλιά τους, ακόμα λειτουργική, επιχειρηματική εγκατάσταση για να φτιάξουν μια εντελώς νέα. Κατά κανόνα το έργο αυτό το αναλαμβάνει η οικονομική καταστροφή και η πτώχευση.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο νέος τρόπος παραγωγής έχει αποκτήσει τη μορφή της μεγάλης, γιγαντιαίας σε σχέση με το παρελθόν, ηλεκτροκινούμενης βιομηχανίας και της αλυσίδας συναρμολόγησης. Η παραγωγικότητα εκτοξεύεται. Όμως ακόμα και κατά την δεκαετία 1920 ο αναδυόμενος νέος τρόπος παραγωγής απέχει πολύ από το να γενικευτεί, τουλάχιστον στις πιο ανεπτυγμένες χώρες της εποχής. Η κρίση που ξέσπασε το 1929 ήταν η έκφραση της ανάγκης για την επιτάχυνση και ολοκλήρωση του ιστορικού κύκλου που εγκαινιάστηκε με τη γενική κρίση του 1873.
Τελικά, μόνο το 1945 ο νέος τρόπος παραγωγής θα γίνει ο επικρατέστερος στις παλιές βιομηχανικές χώρες, αλλά και σε μια σειρά νέων, που εντωμεταξύ εντάχθηκαν και προσέγγισαν τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό του κέντρου. Επακολούθησαν σχεδόν τρεις δεκαετίες επιταχυνόμενης συσσώρευσης έως ότου το νέο μοντέλο ανάπτυξης επικρατήσει καθολικά και στον τελευταίο κλάδο παραγωγής και τότε σήμανε η καμπάνα του τέλους. Η ιστορική περίοδος που χαρακτηρίστηκε από παραγωγή της μαζικής βιομηχανίας βασισμένης στο μοντέλο που αποκαλείται "Φορντισμός - Τεϊλορισμός" εξάντλησε τα όριά της και μπήκε σε γενικευμένη κρίση.
Ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας 1960 γίνονται έκδηλα τα συμπτώματα εξάντλησης της δυνατότητας δυναμικής ανάπτυξης. Η προσπάθεια για την άντληση σχετικής υπεραξίας περιορίζεται κυρίως στην εντατικοποίηση της εργασίας (επιτάχυνση του ρυθμού των μηχανών).[5]  Όμως η εντατικοποίηση  –ο ένας από τους δύο τρόπους απόσπασης σχετικής υπεραξίας–  έχει περιορισμένα όρια. Ο άλλος τρόπος, που κατεξοχήν προσιδιάζει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η επαναστατικοποίηση των εργαλείων παραγωγής προσκρούει στα περιοριστικά πλαίσια της "άκαμπτης" πραγματικότητας της μεγάλης μαζικής βιομηχανίας και του αντίστοιχου συστήματος κοινωνικών σχέσεων.
Η γενική κρίση του 1973 σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας ιστορικής περιόδου καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο τρόπος παραγωγής, η κοινωνία, ο κόσμος ολόκληρος πρέπει πάλι ν' αλλάξει. Στις δυο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα θα γίνει διακριτή η μορφή του νέου τρόπου παραγωγής, που εν συντομία μπορεί να περιγραφεί ως "αυτοματοποιημένη ευέλικτη και παγκόσμια διασυνδεμένη παραγωγή".
Η κρίση του 2008, όπως αντίστοιχα η κρίση του 1929 είναι έκφραση της ανάγκης για την επιτάχυνση και ολοκλήρωση της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Ωστόσο, παρ' όλες τις αναλογίες που υπάρχουν με τα κρισιακά φαινόμενα της προηγούμενης ιστορικής περιόδου δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η κρίση του 2008 θα είναι η τελευταία αυτού του τύπου, αλλά αυτό θα φανεί στο μέλλον.
-Μία παρατήρηση:
Οι συνέπειες των γενικών κρίσεων επηρεάζουν κατά κύριο λόγο τις χώρες που ανήκουν ήδη στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό κατά την εκδήλωση της γενικής κρίσης, δευτερευόντως δε και αντανακλαστικά αυτές που βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα ανάπτυξης. Στις πρώτες αναλογεί το "καθήκον" της αναδιοργάνωσης - κατεδάφισης του παλιού τρόπου παραγωγής και του παλιού συστήματος κοινωνικών σχέσεων. Είναι δε εμφανείς οι κοινωνικές επιπτώσεις που έχει και θα έχει σ' αυτές τις χώρες η καταστροφή εκατομμυρίων εργαζομένων και οι πιθανοί κραδασμοί που μπορεί να προκληθούν στη σταθερότητα του συστήματος. Αντίθετα οι χώρες, που δεν μεταφέρουν τα βαρίδια της προηγούμενης περιόδου και συνεπώς δεν έχουν το "καθήκον" της γενικευμένης κατεδάφισης, προσεγγίζουν ταχύτερα τη νέα κατάσταση απαλλαγμένες σε σημαντικό βαθμό από τις συνέπειες των γενικών κρίσεων.
4.2 Η αποτίμηση του εργατικού κινήματος στην καμπή του 20ου αιώνα
Μία από τις εικόνες που συνθέτουν την κατάληξη της πορείας του εργατικού κινήματος από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ου είναι τα εκατομμύρια των εργατών που, στις χώρες της Ευρώπης το 1914, έσπευσαν αυθόρμητα και με ενθουσιασμό να στρατευτούν για να πολεμήσουν εναντίων αλλήλων. Το πώς και μέσα από ποιά εξέλιξη έφτασαν εκεί τα πράγματα και το πώς αυτή η εξέλιξη επηρέασε το εργατικό κίνημα των επόμενων γενιών απαιτεί βαθύτερη εξέταση.
    [1] Ενδεικτική της υποτίμησης, του σχετικά αυτόνομου ρόλου της πολιτικής σε σχέση με την οικονομία, είναι η προσπάθεια που γίνεται από το ΚΚΕ, το ΝΑΡ και άλλους να συνδεθούν όλες οι στρατιωτικές αναμετρήσεις και η πιθανότητα μελλοντικών συγκρούσεων με άμεσες οικονομικές επιδιώξεις. Αυτή η μονόπλευρη θέαση δεν είναι δυνατόν να εντοπίσει με σαφήνεια το τι πραγματικά συντελείται και κατά συνέπεια δεν είναι σε θέση να προσανατολίσει στη σωστή κατεύθυνση τη δράση του λαϊκού κινήματος.

[3] Κατά την διάρκεια τον μελετών του ο Μαρξ δεν καταπιάστηκε με τη δυνατότητα εμφάνισης γενικών κρίσεων του καπιταλισμού. Ωστόσο, στο Κεφάλαιο περιγράφεται η αναγκαία συνθήκη για την εμφάνιση μιας γενικής κρίσης (αδυναμία άντλησης σχετικής υπεραξίας) αλλά και τους όρους που μπορεί αυτή να ξεπεραστεί.
«Γενικά, ο ειδικά κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής  παύει να είναι απλό μέσο για την παραγωγή τής σχετικής υπεραξίας, από τη στιγμή που γίνεται κύριος ενός ολόκληρου κλάδου παραγωγής, και ακόμα περισσότερο, από τη στιγμή που γίνεται κύριος όλων των αποφασιστικών κλάδων παραγωγής. Τώρα γίνεται γενική, κοινωνικά κυρίαρχη μορφή του προτσές παραγωγής. Σαν ιδιαίτερη μέθοδος για την παραγωγή τής σχετικής υπεραξίας ενεργεί ακόμα μόνον, πρώτο, εφόσον κυριεύει βιομηχανίες, που ως τώρα υποτάσσονταν μόνο τυπικά στο κεφάλαιο, δηλ. εφόσον επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο. Δεύτερο, εφόσον με την αλλαγή των μεθόδων παραγωγής επαναστατικοποιεί διαρκώς τις βιομηχανίες που είχαν υποκύψει σ’ αυτόν.» [Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α’, σ. 525, μτφ. Παν. Μαυρομμάτης, εκδ. Μόρφωση, 1963 και Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α’, σ. 469, μτφ. Γκιούρας Θανάσης, εκδ. ΚΨΜ, 2016]
[4] Παραλείπονται, για την οικονομία της παρουσίασης, οι λοιποί παράγοντες που είναι καθοριστικοί στο ρυθμό ξεπεράσματος των γενικών κρίσεων. Όπως η επίδραση της ταξικής πάλης, οι ανταγωνισμοί κυριαρχίας ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις (παγκόσμιοι πόλεμοι) κλπ
[5] Η διαμαρτυρία για την εντατικοποίηση της εργασίας αποτέλεσε ένα από τα συστατικά στοιχεία των μεγάλων κινητοποιήσεων, ιδιαίτερα της νεολαίας, λίγο πριν και μετά το 1970. Αυτές οι κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν στο σύνολο σχεδόν των πιο ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών.
Μ. Γιαννόπουλος   
5.6.2018

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΡΟΤΑΣΗ ΙΔΡΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ  Η σημερινή περίοδος, μετά τις κεντρικές πολιτικές αναμετρήσεις της τελευταίας δεκαετίας και την υποχώρηση του λαϊκού παράγοντα, επιτάσσει την επεξεργασία μιας αποτελεσματικής εργατικής πολιτικής. Είναι πρώτιστη ανάγκη η κατοχύρωση της πολιτικής φιλοδοξίας μιας ενεργητικής παρέμβασης στις εξελίξεις ώστε η ίδια η εργατική πολιτική να λειτουργεί ως μια ηγεμονική δυναμική που ενοποιεί. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο απαιτείται η θαρραλέα και ουσιαστική αναμέτρηση με τα πολιτικά και στρατηγικά ερωτήματα που εφόρμησαν στο προσκήνιο την τελευταία δεκαετία. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αργήσαμε. Πως μια τέτοια πρωτοβουλία θα έπρεπε να είχε παρθεί στην αρχή της κρίσης ή στην κορύφωση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, το 2012. Η διαπίστωση αυτή οφείλει να δράσει προωθητικά, όχι ανασχετικά. Το απαιτούν οι εξελίξεις, η ίδια η κατάσταση του κινήματος και της Αριστεράς στην οποία και για την οποία δραστηρ
ΣΥΖΗΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΙΔΡΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ  Αγωνιστές διαφορετικών γενιών που παραμένουν προσηλωμένοι στην αναζήτηση του κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος της εποχής μας, στις 7 Μάρτη του 2018, στην αίθουσα του συλλόγου Αρχαιολόγων, έκαναν το πρώτο βήμα για τη συγκρότηση μιας πανελλαδικής Κίνησης Κομμουνιστών. Εδώ είναι διαθέσιμη η εισήγηση. Στην ουσιαστική συζήτηση που πραγματοποιήθηκε τέθηκαν τα βασικά ζητήματα και προτάσεις για τη διατύπωση του σχεδίου διακήρυξης. Στην προηγούμενη ανάρτηση δημοσιεύουμε το σχέδιο διακήρυξης ως τη βάση για μια δημοκρατική και ουσιαστική συζήτηση γύρω από την συγκρότηση της Κίνησης. Το σχέδιο διακήρυξης είναι η κατάληξη μιας συλλογικής προσπάθειας και η έναρξη μιας διαδικασίας επανασύνθεσης του κομμουνιστικού σχεδίου. Σε αυτήν υπογραμμίζονται οι ουσιαστικοί λόγοι και στόχοι αυτής της πολιτικής πρωτοβουλίας. Για το συλλογικό βηματισμό μας διοργανώνουμε επιτροπές πρωτοβουλίας σε όλη τη χώρα και ανοιχτό διάλογο που θα διαρκέσει ως